Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Τσεκούρια (the Byzantine Axe)


Το πολεμικό τσεκούρι χρησιμοποιήθηκε από τους στρατιώτες της Αυτοκρατορίας εναντίον των πολυάριθμων εχθρών της, για περισσότερο από μία χιλιετία.
Αρχικά θεωρούμενο "βαρβαρικό όπλο" των γερμανικών κυρίως φύλων, από τον 3ο αιώνα μ.Χ έγινε αναπόσπαστο μέρος του ρωμαϊκού οπλοστασίου. (Vegetius,4ος αιώνας)
Με τσεκούρια ήταν οπλισμένοι τόσο οι ταπεινοί ψιλοί, όσο και σώματα της αυτοκρατορικής φρουράς, μεταξύ των οποίων και οι φημισμένοι Βαράγγοι.

η φρουρά των Βαράγγων στο Ιερό Παλάτιο

(Σκυλίτζης Χρονογραφία, 12ος-13ος αι.)


Η συνήθης ονομασία του όπλου ήταν τζικούριον (ή τζεκούριον), λέξη που προέρχεται από το λατινικό "securis" και σε αυτόν τον όρο περιλαμβάνονταν όλοι οι τύποι. Ο τύπος κεφαλής με διπλή κόψη ήταν παρόμοιος με την francisca των Φράγκων. Η κύρια πλατύστομη πλευρά συνδυαζόταν στο αντίθετο άκρο με αιχμή, λεπίδα ξίφους ή μικρότερη μακρυά και πλατιά κόψη.
Φυλασσόταν σε δερμάτινη θήκη κρεμασμένη από τον ώμο.[1]

Παρότι επρόκειτο κυρίως για αγκέμαχο όπλο, μπορούσε και να ριφθεί κατά του εχθρού. [όπως αναφέρεται από τον Αγαθία το Σχολαστικό (6ος αι.) και το Λέοντα το Διάκονο (10ος)]

Ο πέλεκυς (ή πελέκιον) ήταν όρος ισοδύναμος του τζικουριού σε αρχαϊζουσα γλώσσα, αλλά επίσης χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αποκλειστικά το μεγάλο διπλής κόψης τσεκούρι.
Αντίστοιχα το μονοπέλεκο (ή μονοπέλυκο) ήταν απλούστερη μορφή του ίδιου όπλου.
Ο ετεροπέλεκυς διέθετε κεφαλή προσαρμοσμένη σε μικρό κοντάριον, όπως παρόμοια όπλα της περσικής φρουράς των σαφαβιδών, κάτι σαν αλαβάρδα χωρίς αιχμή δόρατος.
Το διστράλιο (ή δεξτράλιο) ήταν τσεκούρι μίας κόψης, το οποίο κρεμούσαν από το δεξιό ώμο τα επίλεκτα σώματα των Σπαθάριων και των Σπαθαροκανδιδάτων. [2]

τζικούρια, 4ος-7ος αιώνας
(από το κάστρο του Κίτρους Πιερίας, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη)

Το τζικούριον ήταν κυρίως όπλο του πεζικού.
Σπανιότερα χρήση του έκαναν και οι ιππείς.[3]

Το μέγεθος του στελέχους του διέφερε, από το μικρό μονοπέλεκο των ψιλών ως στο μεγάλο βαρύ πέλεκυ των Βαράγγων και το μακρύ στέλεχος-σαν κοντάρι- του ετεροπέλεκυ.
Η κεφαλή ήταν σιδερένια, μονής ή διπλής κόψης με σχήμα ευθύ ή ημικυκλικό.

Ο Μιχαήλ Βούρτζης σπάει τις πύλες της Αντιόχειας με τζικούριον.(10ος αι.)
(χειρ.12ος-13ος αι.)
*
Στα τακτικά του αυτοκράτορος Λεόντος Σοφού διακρίνουμε τρεις τύπους πολεμικών τσεκουριών.
"Οπλίσεις μεν ουν τον πεζόν σκουτάτον, τον πάλαι καλούμενον οπλίτην,ώστε έχειν... 
(Α') τζικούρια δίστομα, το μεν εν στόμα ως σπάθην, το δε έτερον ως κονταρίου ξίφος, αναβασταζόμενα μετά θηκαρίων δερματίνων, 
(Β') ή τζικούρια έτερα, έχοντα το μεν εν στόμα κόπτον, το δε έτερον στρογγυλόν.
(Γ') Ή έτερα τζικούρια δίστομα τάξιν πελεκίων."
(Λέων,Τακτικά ΙΣΤ' περί οπλίσεως καβαλλαρίων και πεζών,κι')

Τζικούριον, 11ος αι.
Τύπος που συναντάται στην νοτιοανατολική Ευρώπη και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για εργασίες. (κατασκευή κτιρίων, δρόμων, στρατοπέδου, πολιορκητικών μηχανών)
το ίδιο όπλο. 18.2x13.3cm

στρατιώτες κόβουν δέντρα για να κατασκευάσουν γέφυρα.
(Φυλλάδα του Μεγαλεξάνδρου, 1350-75.)
*
"πέλεκυν γὰρ ἐγχείριον ἔχων καὶ αὐτουργῶν ἐς σχίδακας διῄρει, τυχὸν οὕτω, χρόνῳ ἀνατραπὲν γεράνδρυον"
(Νικήτα Χωνιάτη,Χρονική Διήγησις)

Τζικούριον. 6ος-14ος αι. 
12.5x11.5cm

Μεγάλο τσεκούρι, διαστάσεων περ. 20 επί 20 εκ.
Αυτός ο τύπος είναι πανομοιότυπος με εύρημα στο Κνιν της Κροατίας, αλλά και στο Κίτρος της Πιερίας. Συνεπώς θα πρέπει να χρονολογηθεί στον 6ο-7ο αιώνα.

Μονοπέλεκο, 9ος-11ος αι.
Αυτός ο ελαφρύς τύπος του όπλου ήταν σε χρήση τόσο από το πεζικό, όσο και το ιππικό.

*
"οι δε Σπαθαροκανδιδάτοι τα μανιάκια αυτών και σκουτάρια και διστράλια μονοπέλυκα. οι δε Σπαθάριοι σκουτάρια και διστράλια, από σκαραμαγγίων δε αμφότεροι..." 
(Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί της Τάξεως.. κεφ.ΚΖ', δ')
*

Στρατιώτες οπλισμένοι με τζικούρια.
Στην πρώτη εικόνα διακρίνεται ελαφρά οπλισμένος με στρογγυλή ασπίδα, τουρμπάνι και ανατολικής προέλευσης χιτώνα (ζάβα) και βαριά οπλισμένος με κλιβάνιο, κασίδιον και αλυσιδωτή κουκούλα.
*
Στη δεύτερη βαριά οπλισμένοι φρουροί του βασιλιά.
Όλοι φέρουν το ίδιο όπλο-Τσεκούρι μονής κυρτής κόψης με μακρύ στέλεχος.
(Φυλλάδα του Μεγαλεξάνδρου, 1350-1375)

Εξκουβίτωρ, 870
Βαθμοφόρος του τάγματος των Εξκουβίτων, οπλισμένος με κλιβάνιο, επιλωρίκιο, κασίδιον και σκούτα.
Φέρει αμφίστομο τζικούριον
(εικ.Χ.Γιαννόπουλος, εκδόσεις Περισκόπιο)
*
"...τζικούρια αμφίστομα, αφενός μέρους οιονει σπαθίον, μετά των θηκαρίων αυτών δερματίνων και βασταγίων.." ( Λέων, Τακτικά,κεφ.Ε' περί όπλων.)
*

Μεγάλο, διπλής κόψης τζικούριον. 6ος-14ος αι. 
28.5x5.3cm.

ασυνήθιστος τύπος του 10ου αιώνα, με δύο πλατιές κόψεις κάθετες μεταξύ τους. πιθανότατα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επιπλέον για ρίψη, τακτική διαδεδομένη στους Φράγκους και τους Άραβες. 
(Λέων Διάκονος, 16,1)

Τζικούριον διπλής κόψης. 6ος-14ος αι.

*
"τζικούρια δίστομα τάξιν πελεκίων.."
(Λέων,Τακτικά ΙΣΤ' περί οπλίσεως καβαλλαρίων και πεζών,κι')
*
Διπλός πέλεκυς. 6ος-7ος αιώνας
21.6x5 cm

Φρουρός με μακρύ διπλό πέλεκυ. πιθανότατα απεικονίζεται νεαρός Βαράγγος. Ψηφιδωτό, Νέα Μονή Χίου π.1050
*
"τζικούρια έτερα, έχοντα το μεν εν στόμα κόπτον, το δε έτερον στρογγυλόν."
(Λέων,Τακτικά ΙΣΤ' περί οπλίσεως καβαλλαρίων και πεζών,κι')

Τζικούριον. 6ος-14ος αι.

Τζικούριον. 6ος-14ος αι.
15.8x6.5cm

Εύρημα 6ου-14ου αι.
22.6x5cm

Τζικούριον. 6ος-14ος αι.
16x6cm

Κυρτό τζικούριον, 9ος-10ος αι. 
Οι οπές στην κεφαλή χρησίμευαν για την καλύτερη στερέωσή του στο στέλεχος, ενώ το σχήμα του φανερώνει την πιθανότητα να χρησιμοποιούνταν και για άλλες εργασίες εκτός του πολέμου. 
Βρέθηκε μαζί με οδοντωτή κεφαλή βέλους, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για όπλο ενός Ψιλού.

Ψιλός που χρησιμοποιεί κυρτό τζικούριον ως εργαλείο.(βλ. και παραπάνω εύρημα)
*
Φρουρός με επίσημη ενδυμασία και μακρύ κυρτό ετεροπέλεκυ.
(Φυλλάδα του Μεγαλεξάνδρου,1350-1375)

Ψιλός με πέλεκυ διπλής κόψης, 10ος αι.
Φέρει επίσης εφαπλωματοποιημένη ζάβα, τουρμπάνι αντί για κράνος, 
μουζάκια (δερμάτινες μπότες) και αμυγδαλόσχημο σκουτάριον.
(εικ.Χ.Γιαννόπουλος, εκδόσεις Περισκόπιο)

 Τζικούριον πεζικάριου. περ.11ος αι.

το ίδιο όπλο. 24.1x5.7cm

Μικρό τζικούριον. 13.3x3cm

Η σύλληψη του Ιησού. Απεικονίζονται παραμήρια, κοντάρια και μεγάλος πέλεκυς. 
π.1300, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, Θεσσαλονίκη
*
Στρατιώτης με μεγάλο πέλεκυ και σπαθίον. Ίσως Βαράγγος. 
Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο, π.1000, μουσείο Schnütgen

*
"Πάντως δε έχειν δει τον καβαλλάριον στρατιώτην και τζικούριν δίστομον, το εν στόμα ταξιν ξίφους κονταρίου μακρον και οξύν, αποκρεμάμενονμετά θηκαρίου δερματίνου εν τη σέλλα" 
(Λέων,Τακτικά, ΙΣΤ' περί οπλίσεως καβαλλαρίων και πεζών,ια.)
*

Μεγάλο τζικούριον με δύο κόψεις. 
Προέρχεται από το κάστρο της Ρεντίνας και χρονολογείται στο 10ο-12ο αιώνα.Εκτίθεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.

*
"Τὴν δ᾿ ἧτταν μὴ φέρειν ἔχων ὁ βασιλεὺς ἀναμαχόμενος ἦν καὶ παντοίως σπεύδων ἰσχύειν τὴν κυρωθεῖσαν μετάθεσιν. καὶ μετὰ βραχύν τινα χρόνον ἀναλύσας τὰ ἐπιγενόμενα αὖθις ἐστήριξε τὸν Δοσίθεον, ὅτε καὶ διὰ τῶν πελεκυφόρων αὐτοῦ δορυφόρων καὶ τῶν τοῦ παλατίου ἐκκρίτων προύπεμψεν αὐτὸν εἰς τὸ μέγιστον τέμενος"
(Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις)
*

Βαράγγος, 1204.
(εικ. Χ.Γιαννόπουλος, εκδ. Περισκόπιο)
Η φρουρά των Βαράγγων ήταν γνωστή και ως "πελεκυφόρος φρουρά"[4]. 
Κύριο όπλο της ήταν ο πέλεκυς ή "Δανέζικο Τσεκούρι".
Ο πέλεκυς των Βαράγγων είχε μήκος 1.20-1.40 μέτρα και η χρήση του γινόταν με τα δύο χέρια.

Μεγάλος πέλεκυς με καμπύλη κόψη. 11ος-12ος αι. 
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα, καθώς ταυτίζεται με εικονογραφήσεις πλήθους χειρογράφων και πιθανότατα άνηκε σε Βαράγγο.

το ίδιο όπλο. διαστάσεις 19.7x24.8cm

Νεκρός Βαράγγος. Διακρίνεται η στρογγυλή πορφυρή ασπίδα και ο βαρύς πέλεκυς δίπλα στον αποκεφαλισμένο γενειοφόρο άνδρα. 
(Βιβλική σκηνή από χειρόγραφο της μονής Εσφιγμένου 11ος αι.)

Η σύλληψη του Ιησού.
Απεικονίζεται φρουρά ξανθών γενειοφόρων πελεκυφόρων-προφανώς οι Βαράγγοι. 
Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής της Χίου, από όπου προέρχεται η σκηνή, φιλοτεχνήθηκαν από Κωνσταντινοπολίτες τεχνίτες, καθώς το μοναστήρι χτίστηκε ως βασιλικό με τη συνδρομή του αυτοκράτορα Κωνσαντίνου του Μονομάχου.(π.1040)

*
"καὶ δὴ τοῦ ἐκτομίου Κωνσταντίνου, ὃς ἐπὶ τῶν βασιλικῶν ἐτέτακτο θησαυρῶν, τοὺς πελεκυφόρους συναγαγόντος καὶ τούτοις ὡμιληκότος τὰ δέοντα, συνδραμούσης δὲ καὶ συμμορίας τινῶν, οἳ βασιλεύσειν Ἰσαάκιον διὰ σπουδῆς ἐτίθεντο, ἡ μὲν βασιλὶς Εὐφροσύνη συλλαμβάνεται, χειροῦται δὲ καὶ τὸ συγγενὲς αὐτῇ, ὁ δ᾿ Ἰσαάκιος ἀναγορεύεται αὐτοκράτωρ·"
(Η ανάρρηση στο θρόνο του Ισαάκιου Β' - Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις)
*

Πέλεκυς , τέλη 10ου-αρχές 11ου αιώνα από τα Στανά, Νοβι Παζάρ, Βουλγαρία. 
(εκτίθεται στο Ιστορικό Μουσείο του Σούμεν.)  
 Εξαιρετικά διακοσμημένος, προφανώς αποτελούσε όπλο αξιωματούχου των Βαράγγων αν όχι του ίδιου του Ακόλουθου- επικεφαλής της φρουράς.
Διακοσμημένος πέλεκυς από ανασκαφή στο Δορύστολο. Προέρχεται από το πεδίο της μάχης του Αλεξίου Κομνηνού με τους Πετσενέγκους (1087), όπου οι φρουρά των Βαράγγων είχε βαριές απώλειες.
(φωτο Prof.Yotov, Boyan Totev. The Varangian Guard 988-1453, Osprey Publishing, 2010)


ΤHE BYZANTINE AXE

Axe was a common offensive weapon of the byzantine army, in use already in the 4th cent. AD.
Named "Tzikourion", word derived from the latin "securis" varied in types and size.
Distralion, Monopelekon, Pelekys were just some of them.
It was primarily used by infantry, especially the light one -"Psiloi" - but sometimes it was also included in the armory of the cavalry.
Pelekys was also the main weapon of the famous Varangian Guard.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Patrologiæ cursus completus [Series Græca], Volume 107, Jacques-Paul Migne σ.717
[2] I.I.Reiskii, Corpus Scriptorum Historiae Byzantine,Constantinii Porphyrogenniti,De Cerimoniis Aulae Byzantinae,vol Ι, σ.148
[3] Patrologiæ cursus completus [Series Græca], Volume 107 Jacques-Paul Migne, σ.724
[4] Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις.

ΠΗΓΕΣ:
1)Patrologiæ cursus completus [Series Græca], Volume 107, Jacques-Paul Migne
2)I.I.Reiskii, Corpus Scriptorum Historiae Byzantine,Constantinii Porphyrogenniti,De Cerimoniis Aulae Byzantinae
3)The Varangian Guard 988-1453, Osprey Publishing, 2010
4)O Bυζαντινός Στρατός, Εκδόσεις Περισκόπι, 2006
5)worldmuseumofman
6)Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις
8)Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Το κάστρο της Ρεντίνας


Το κάστρο της Ρεντίνας δεσπόζει σε κορυφή λόφου, στην είσοδο των κατάφυτων στενών της Ρεντίνας ή "μακεδονικών Τεμπών" (40°39'22"Ν - 23°37'22"Ε)
Έλεγχε την πορεία της Εγνατίας οδού μέσω της κοιλάδας του Ρήχιου ποταμού και συνεπώς την κίνηση εμπορευμάτων και στρατευμάτων μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης
Ο χώρος έχει ανασκαφεί  και αναστηλωθεί μερικώς, παραμένει όμως προς το παρόν αρχαιολογικός χώρος κλειστός για το ευρύ κοινό.

κοπάδι στον ποταμό Ρήχιο
*
το μονοπάτι που οδηγεί στο κάστρο

ο λόφος με το κάστρο από μακρυά

εγχειρίδια, πολεμικός πέλεκυς (τζεκούριον) διπλής κόψης, τσαγγία (εξαρτήματα υποδημάτων και σπηρούνια)
ευρήματα από τη Ρεντίνα, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη

ΙΣΤΟΡΙΑ

Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο λόφο μαρτυρούνται από ευρήματα της νεολιθικής ακόμη εποχής. Η κατοίκηση συνεχίζεται αδιάλειπτα ως την ύστερη αρχαιότητα. Τότε, και συγκεκριμένα περί το 450 μ.Χ πραγματοποιείται η πρώτη οχύρωση.[1] Είναι σχεδόν βέβαιο πως σε αυτό συνετέλεσε η εποίκηση από κατοίκους της Αρέθουσας, μεγάλης αρχαίας πόλης της περιοχής η οποία καταστράφηκε μετά από διαδοχικές βαρβαρικές επιδρομές (Γότθοι 254,258,267,269 μ.Χ, Βησιγότθοι 380, Έρουλοι 475,479 μ.Χ).[2]




 Επιδρομείς στα Βαλκάνια 
(6ος-7ος αιώνας)
1.Άβαρος
2.Βούλγαρος
3.Σλάβος
(Osprey publishing)






Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) (εικ.) ενισχύει τις οχυρώσεις και επανιδρύει το κάστρο- πρόκειται για το φρούριο Αρτεμίσιον που αναφέρει ο Προκόπιος.("φρούριον ωκοδομήσατο εχυρώτατον, καινουργήσας αυτός, όπερ Αρτεμίσιον επωνομάστε..." Προκόπιος,περί Κτισμάτων)
Από το 570 οι Σλάβοι διασχίζουν το Δούναβη προς νότον και καθ'όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα, δεν αρκούνται πλέον σε επιδρομές, αλλά εγκαθίστανται σε μεγάλες ομάδες στην ερημωμένη ύπαιθρο.
Δημιουργούν νησίδες πληθυσμού, τις Σκλαβηνίες οι οποίες έχουν δική τους οργάνωση και ηγεσία. Tην κοιλάδα του Ρήχιου επικοίζει το βαρβαρικό φύλο των Ρηγχίνων, οι οποίοι όμως πιθανότατα ήταν βλάχικης καταγωγής και συμπαρασύρθηκαν από την κάθοδο των Σλάβων, καθώς αναφέρονται επανειλημμένα και ως "Βλαχορηγχίνοι".




Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' εισέρχεται θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη μετά την υποταγή των Σκλαβηνιών της Μακεδονίας. 689 μ.Χ.
(τοιχογραφία, Άγιος Δημήτριος, Θεσσαλονίκη)





Επόμενος σταθμός στην ιστορία της Ρεντίνας, ο οποίος φανερώνει και την ουσιαστική καμπή στη ζωή του κάστρου, είναι η ανακήρυξή της σε έδρα επισκοπής περί το 900  (σύμφωνα με τη Νεαρά ΧVI του Λέοντος Σοφού (886-907)). Ο επίσκοπος Λητής ονομάζεται πλέον "Λητής και Ρεντίνης" και εγκαθίσταται στη Ρεντίνα, καθώς η Λητή έχει παρακμάσει και εγκαταληφθεί μετά τις επιδρομές και τις επακόλουθες μετακινήσεις πληθυσμών.
Κατά το 10ο αιώνα τα τείχη επισκευάζονται, πύργοι επανακτίζονται εκ βάθρων, δημιουργείται το υπόσκαφο κλιμακοστάσιο και ανοικοδομείται ο κύριος όγκος των κατοικιών και των δημοσίων κτιρίων.

μακέτα του κάστρου

η Ακρόπολη με τον επισκοπικό ναό (στέγαστρο), κινστέρνα και οικείες

Το κάστρο ακολουθεί την ιστορική πορεία της Μακεδονίας κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Το 1204 καταλαμβάνεται από τους Φράγκους σταυροφόρους ιππότες και θα αποτελέσει ένα από τα δυναμάρια του φράγκικου Βασιλείου της Θεσσαλονίκης ως πριν το 1224, οπότε και περνά στα χέρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Μετά τη μάχη της Κλοκοτίνιτζας (1230) ο γιος του Θεόδωρου, Ιωάννης Δούκας Κομνηνός ανακηρρύσει εαυτόν δεσπότη Θεσσαλονίκης. Η φρουρά του θα εγκαταλείψει τη Ρεντίνα, μόλις πληροφορηθεί πως καταφθάνει στην περιοχή μεγάλο εκστρατευτικό σώμα της Νίκαιας με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη.[3]
Ο Βατάτζης εισήλθε στο κάστρο και διανυκτέρευσε εκεί (1242). Χρυσό νόμισμά του (εικ.) που βρέθηκε εσωτερικά της πύλης εισόδου, ίσως προέρχεται από την ιστορική εκείνη διανυκτέρευση.


"Ο μεν ουν βασιλεύς Ιωάννης...επεί δε παρήλθε τα της Θράκης και Μακεδονίας χωρία, ήδη δε και την Χριστούπολιν παρήμειψε και τον Στρυμόνα, τω φρουρίω της Ρεντίνης προσέσχεν, υπό τινων τηρουμένων του Ιωάννου' οι και προ του τα στρατεύματα του βασιλέως Ιωάννου ιδείν καταλιπόντες το φρούριον, φυγή χρησάμενοι δρομαίοι την Θεσσαλονίκην εισήεσαν. Έρημον δε ανδρών πολεμιστών ευρόντες οι του βασιλέως κατέσχον αυτό και φυλακήν εγκατέστησαν..."
(Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική διήγησις)


Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα (1342), κατά το δεύτερο βυζαντινό εμφύλιο, το φρούριο καταλαμβάνει ο Ιωάννης Καντακουζηνός και εγκαθιστά φρουρά. Ακολούθως εκπολιορκεί το κάστρο ο Συργής, κεφαλή των Σερρών, συλλαμβάνει αιχμαλώτους τους στρατιώτες και τους άρχοντες του κάστρου που συνεργάστηκαν με τον Καντακουζηνό, τους φυλακίζει και τους βασανίζει.[5]
Κατά την παλαιολόγεια περίοδο ο οικισμός γνωρίζει ανάπτυξη, χτίζονται και επισκευάζονται οχυρώσεις, καθώς και ο μικρός ναός με τρούλο, ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα.
Το κάστρο αποτελεί πλέον, εκτός από έδρα επισκοπής και έδρα κατεπανικίου (Κατεπανίκιον Ρεντίνας) και αναφέρεται συχνά στα αρχεία των αγιορείτικων μονών.(13ος-14ος αι.)

θέα του τρουλλαίου ναού και των πύργων Π1 και Π2

ο παλαιολόγειος ναός και ο πύργος Π3

Η Ρεντίνα πέφτει διαδοχικά στους Σέρβους (π.1345),  στους Έλληνες (1371), στους Τούρκους (1383) ,ξανά στους Έλληνες(1402) και οριστικά στους Οθωμανούς (πριν το 1423).
Με την τελική κατάκτηση από τους Τούρκους αρχίζει η παρακμή του κάστρου που θα οδηγήσει στην οριστική εγκατάληψή του. Στην περιοχή εγκαθίστανται Γιουρούκοι νομάδες και το διοικητικό κέντρο μετατοπίζεται στο Μπεσίκι (σημ.Βόλβη). Λίγα νομίσματα του 16ου αιώνα υποδηλώνουν ένδειξη κατοίκησης, το 17ο αιώνα όμως, είναι σίγουρο πως πυκνή βλάστηση έχει καταλάβει ως τελευταίος κατακτητής το κάστρο.[5]

λεπτομερές σχεδιάγραμμα του χώρου

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Ο οικισμός περιβάλλεται από εξωτερικό τείχος το οποίο ενισχύεται με πύργους ή προβόλους. Ήταν καλά αρμολογημένο και επιχρισμένο με λευκό κονίαμα, κάτι που προσέδιδε λευκωπή όψη στο κάστρο. Ένα δίδυμο τείχος των παλαιολόγειων χρόνων διαχωρίζει εγκάρσια την οχυρωμένη έκταση σε δύο τμήματα. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η τειχισμένη ακρόπολη και στο υψηλότερο σημείο της τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του 10ου αιώνα χτισμένη πάνω σε κινστέρνα. Αυτός ήταν ο επισκοπικός ναός.

το στέγαστρο στην ακρόπολη,γύρω από τον επισκοπικό ναό

δυτικό τμήμα του φρουρίου

 η κινστέρνα στα θεμέλια της βασιλικής-επισκοπικού ναού
Η μεγάλη κινστέρνα έχει διαστάσεις 4,5x9μ. και βάθος 4,6μ. Χτίστηκε κατά την επανίδρυση του φρουρίου από τον Ιουστινειανό και το δάπεδό της είναι στεγανοποιημένο
*
Το 10ο αιώνα γύρω και πάνω από αυτήν ανοικοδομείται η τρίκλιτη βασιλική. Σπαράγματα τοιχογραφιών, ίχνη της αγίας τράπεζας, ιερά σκεύη πιστοποιούν την ύπαρξη του ναού. Στα πλάγια κλίτη και τι νάρθηκα εντοπίστηκε πλήθος ταφών. Τα χαρόνεια* νομίσματα εντός των τάφων ήταν του 10ου αιώνα επίσης.
(*από την αρχαία παράδοση για την πληρωμή του χάροντα...).
Η ύπαρξη των τάφων υποδεικνύει πως η κινστέρνα θα πρέπει να είχε μπαζωθεί ήδη από τη μεσοβυζαντινή περίοδο.

Στα Α δεσπόζει ο μικρός τρουλλαίος παλαιολόγειος ναός σε σχήμα σταυρού. Σπαράγματα τοιχογραφιών μαρτυρούν πως είχε ιστορηθεί.

ο παλαιολόγειος ναός 
σπάραγμα τοιχογραφίας στην είσοδο. απεικονίζεται πιθανότατα ο κτήτωρ με επίσημο ένδυμα 14ου αιώνα

Ένας τρίτος ναός εντοπίστηκε ΝΔ κοντά στην κεντρική πύλη με προσκτίσματα και νεκροταφείο.

Τέσσερις κινστέρνες εξασφάλιζαν την υδροδότηση του οικισμού. Επιπλέον σε περίοδο πολιορκίας, το σκοπό αυτό εξυπηρετούσε συγκρότημα αιθουσών στους πρόποδες επί του ποταμού, το οποίο συνδεόταν με υπόσκαφη μυστική κλιμακωτή σήραγγα με το κάστρο.

είσοδος του πύργου Π4 και θολωτής κινστέρνας
ο Π4 είναι συμπαγής σε όλο το ύψος του, εκτός από τον τελευταίο όροφο στον οποίο διαμορφώνεται δωμάτιο σκεπασμένο με ημικυκλική οροφή. σώζονται ίχνη επάλξεων.

κινστέρνα και πύργος
Η κινστέρνα Κ2 είναι σύγχρονη της Κ3 και έχει χρονολογηθεί στην όψιμη ρωμαϊκή περίοδο

 ο ναός στα ΝΔ εκτός του τείχους

Το μεγαλύτερο μέρος των κατοικιών και των εργαστηρίων χτίστηκε κατά το 10ο αιώνα και βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα. Τα σπίτια είναι απλά και συχνά μονόχωρα.

σπίτια και εργαστήρια

Από τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν υπό τον καθηγητή Μουτσόπουλο, ήρθαν στο φως πλήθος ευρημάτων τα οποία φωτίζουν την καθημερινή ζωή και την ιστορία της περιοχής και των βυζαντινών οχυρωμένων οικισμών της περιόδου γενικότερα.

αιχμές βελών (7ος-14ος αι.)
ΜΒΠ,Θεσσαλονίκη

κουτρούβιο με εγχάρακτη παράσταση αγίου (12ος-13ος αι.)
ΜΒΠ,Θεσσαλονίκη
Μέρος των ευρημάτων εκτίθεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, στην μόνιμη έκθεση "το βυζαντινό Κάστρο".

      ψαλίδια και κουμπιά από το οικείες          η έκθεση "το βυζαντινό κάστρο" στο ΜΒΠ
οχυρώσεις

τείχος και ο μεγάλος πύργος Π4
  
η εξέλιξη του οικισμού 6ος-14ος αιώνας

Ιουστινιάνεια περίοδος - 550 μ.Χ
Μακεδονική περίοδος - 950 μ.Χ
Παλαιολόγεια περίοδος - 1350 μ.Χ


πύργος Π4 και θολωτή κινστέρνα, φωτο και σχέδιο
η κινστέρνα Κ3 φαίνεται πως θεμελιώθηκε κατά την ύστερη ρωμαϊκή ή παλαιοχριστιανική περίοδο.
αντιθέτως ο πύργος Π4 είναι μεταγενέστερο κτίσμα (10ος αιώνας)

ο ακρόπυργος (πύργος Π1)
πρόκειται για συμπαγή κατασκευή που εξυπηρετούσε τη φρούρηση του ανατολικού άκρου του κάστρου.
το εσωτερικό του είναι πληρωμένο με σύστημα πλέγματος ιμαντώσεων.
δείγμα από το ξύλο των ιμαντώσεων αυτών, χρονολογήθηκε με C14 στα 980 μ.Χ. 
σώζεται σε ύψος 6 μέτρων

πυλίδιο πλησίον του ακρόπυργου
εξυπηρετούσε την έξοδο προς τη μυστική σκεπαστή κλίμακα
*
 αναπαράσταση του Π1 σε περίοδο πολιορκίας

μες στον ακρόπυργο βρέθηκε ταφή ανδρός, σύγχρονη της κτίσης του. 
ο νεκρός ήταν οικοδόμος ή στρατιώτης και η ταφή στα θεμέλια του πύργου σχετίζεται με δοξασίες για το στέριωμα του κτιρίου.
*
Στοίχειωση

"Εις την δοξασίαν ταύτην αναφέρονται και αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ανθρώπων κατά τη θεμελίωσιν μεγάλων οικοδομημάτων.Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων τας οποίας έχουν αι επί της γης απολελυμέναι των δεσμίων του σώματος ψυχαί ηδύνατο να προσλαμβάνει κατά βούλησιν παντοίς μορφάς και είχε ρώμην υπερανθρώπου, προωρισμένοι δε να φυλάττη και περιέπη το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη, ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή ν'αποτρέπη τους απειλούντας αυτό κινδύνους Το θύμα εγίνετο το στοιχείο του οικοδομήματος, διο στοίχειωση ελέγετο υπό των Βυζαντινών η δια θυσίας οικοδόμησις."
(Ν.Πολίτη,Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού,Αθήνα 1914)
*

 από τον πύργο Π1 (ακρόπυργο) στα ανατολικά του φρουρίου ανακαλύφθηκε κτιστή κλίμακα-σήραγγα που οδηγεί σε σύστημα κτιστών αιθουσών-κινστέρνων στις όχθες ρυακιού. πρόκειται για μυστική δίοδο η οποία χρησίμευε για την τροφοδοσία του κάστρου σε περίοδο πολιορκίας.


***

το κύριο πλακόστρωτο μονοπάτι

ο πύργος Π2
τετράγωνο κτίσμα που εκτός από την αμυντική λειτουργία, ίσως χρησίμευε και για την αποθήκευση της σοδειάς των δημητριακών (σιλό)

ο πύργος Π3
βρισκόταν στο μέσο του δίδυμου τείχους, εξυπηρετώντας την άμυνα της ακροπόλεως και κατασκευάστηκε κατά τον 13ο αιώνα
*
σχεδίασμα του Π3
ίχνη από εξωτερική τοιχοποιεία υποδεινύουν την ύπαρξη ανυψωτικού μηχανισμού λίθων για τη χρήση τους από τους υπερασπιστές κατά των πολιορκητών.
η θέα από το κάστρο. η δυτική είσοδος της κοιλάδας του Ρήχιου, η λίμνη Βόλβη

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ, σ.42
[2] Hammond,A History of Macedonia, vol I, σ.271
[3] Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Διήγησις
[4] Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστορία
[5] Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ, σελ.49

ΠΗΓΕΣ:
1.Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι, ΤΕΕ, Αθήνα 2001
2.Ν.Κ Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ, ΤΕΕ, Αθήνα 2001
3.Hammond,A History of Macedonia, Οxford Un.Pr.,Oxford 1989
4.Ιωάννης Καντακουζηνός,Ιστορία
5.Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή ιστορία
6.Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Διήγησις


διαβάστε ακόμη....πύργοι και κάστρα της Μακεδονίας


*